- καζάκα
- η1) вид блузы; 2) носилки (ка стройке)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καζάκα — η είδος ανδρικού ή, κυρίως, γυναικείου επενδύτη με φαρδιά μανίκια ή χωρίς μανίκια, ιδίως από χοντρό ύφασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. casacca] … Dictionary of Greek
καζάκα — η (λ. ιταλ.), κοντό εξωτερικό ρούχο (αντρικό και γυναικείο) με φαρδιά μανίκια, κλειστό γιακά και ζώνη, είδος μπλούζας, από χοντρό πάντως ύφασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
καζακί — το [καζάκα] κοντό και χωρίς μανίκια εξωτερικό ένδυμα από χοντρό ύφασμα, ανάλογο με το σιγκούνι, που μοιάζει με γιλέκο αγροτών … Dictionary of Greek
Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… … Dictionary of Greek